μηχανοφόρος

μηχανοφόρος
μηχᾰνοφόρος, ον,
A for conveying military machines, ἅμαξαι, νῆες, Plu.Ant.38, Arr.An.2.22.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηχανοφόρος — μηχανοφόρος, ον (Α) (για άμαξες) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στρατιωτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοφόρους — μηχανοφόρος for conveying military machines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανοφόρων — μηχανοφόρος for conveying military machines masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”